Γενικά με τον όρο λαθρεμπόριο (λαθραίο - κρυφό + εμπόριο) χαρακτηρίζεται οποιασδήποτε μορφής επιχειρούμενο εμπόριο κατά παράβαση κείμενης νομοθεσίας, η καταστρατήγησης αυτής, με απώτερο σκοπό την αποφυγή πληρωμής δασμών. Στην πράξη αποτελεί εξαπάτηση των Αρχών ενός κράτους κατά την εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων.
Το λαθρεμπόριο γίνεται κυρίως σε είδη υποκείμενα σε βαρείς δασμούς, ή φόρους κατανάλωσης, σε τυχόν είδη μονοπωλίου, (αν τέτοιο υφίσταται), σε αρχαιότητες, καθώς και σε απαγορευμένα είδη εμπορίας, ή εισαγωγής. Τέτοια για παράδειγμα είναι πάσης φύσεως αντικείμενα πολυτελείας, κοσμήματα, ποτά, γούνες, αυτοκίνητα, καπνός, τσιγάρα, πετρέλαιο κ.λπ., ή απαγορευμένα ελεύθερης εμπορίας είδη όπως όπλα, ναρκωτικά, εκρηκτικά, κ.λπ.Το λαθρεμπόριο χαρακτηρίζεται στις περισσότερες νομοθεσίες του κόσμου ως ιδιώνυμοφορολογικόποινικό αδίκημα (έγκλημα) που στοιχειοθετείται με την απόπειρα διαφυγής, ή αποφυγής της υποχρέωσης, με παράνομες ενέργειες ή και παραλείψεις, τόσο των υπόχρεων, όσο επίσης και των αρμοδίων οργάνων καταστολής. Ανάλογα του αντικειμένου επί του οποίου επιχειρείται λαθρεμπόριο λαμβάνει τούτο ίδια ονομασία, π.χ. λαθρεμπόριο τσιγάρων, λαθρεμπόριο όπλων, λαθρεμπόριο ναρκωτικών, κ.λπ.
Άλλες χώρες τηρούν ενιαία τελωνειακή νομοθεσία με όλα τα είδη του λαθρεμπορίου, άλλες τηρούν επιμέρους νομοθεσίες για κάθε είδος εξ αυτών και τέλος άλλες, οι περισσότερες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, μια γενική τελωνειακή νομοθεσία για όλα τα «υποκείμενα» σε δασμούς εμπορεύματα και μια ειδικότερη για τα απαγορευμένα είδη εμπορίας, προκειμένου να δύνανται να επιλαμβάνονται κατά τόπο πολλές διωκτικές Αρχές.
Ειδικότερα, έναντι του γενικού όρου «λαθρεμπόριο», ο ελληνικός όρος λαθρεμπορία χαρακτηρίζει μία προς μία τις πράξεις αυτού θεωρούμενες ως «φορολογική απάτη» κατά το χρόνο της κυκλοφορίας συγκεκριμένων κάθε φορά υποκείμενων εμπορευμάτων.
Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα και με τον Τελωνειακό Κώδικα, λαθρεμπορία χαρακτηρίζεται η εισαγωγή, ή η εξαγωγή από τα σύνορα του κράτους, πραγμάτων υποκειμένων σε εισαγωγικό δασμό, ή τελωνειακό τέλος, ή φόρο, ή άλλο δικαίωμα, χωρίς έγγραφη άδεια τελωνειακής Αρχής, ή ακόμα και η διενεργούμενη σε τόπο και χρόνο άλλο από τον καθοριζόμενο.
Ομοίως και κάθε ενέργεια που αποβλέπει να στερήσει το Δημόσιο από δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα επί εισαγομένων εκ του εξωτερικού, ή εξαγομένων προς τούτο, εμπορευμάτων, έστω και αν ακόμα έχουν εισπραχθεί σε τόπο και χρόνο διάφορο από εκείνον που προβλέπει ο σχετικός νόμος.
Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία των περισσοτέρων κρατών περιπτώσεις λαθρεμπορίας είναι:
Βασικός όρος της λαθρεμπορίας είναι η δόλια προαίρεση, με σκοπό τη στέρηση των νομίμων δικαιωμάτων του Δημοσίου. Γενικά στις τελωνειακές νομοθεσίες ο δόλος τεκμαίρεται αυτούσια εκ του τρόπου της τέλεσης παράβασης ορισμένων διατάξεων, ή απλούστερα αρκεί η παραβίαση των σχετικών νόμων για τη στοιχειοθέτηση της λαθρεμπορίας. Συνεπώς στις παραπάνω εννέα εκτεθείς περιπτώσεις λαθρεμπορίας οι δικαστές δεν διαθέτουν περιθώρια αναζήτησης αποδείξεων δόλου, αλλά κατά τεκμήριο τοποθετούνται επ΄ αυτών, νομικά, άνευ ανταποδείξεων.
Τα στοιχεία του αδικήματος της λαθρεμπορίας διακρίνονται σε υποκειμενικά και σε αντικειμενικά.