Οι Διεθνείς Εμπορικοί Όροι (πιο γνωστοί ως Incoterms από την αγγλική συντομογραφία του International Commercial terms) είναι κωδικοποιημένοι εμπορικοί όροι που έχει θεσπίσει το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (International Chamber of Commerce ή ICC) και αφορούν την διακίνηση εμπορευμάτων. Οι εμπορικοί αυτοί όροι έχουν ομαδοποιηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η κάθε ομάδα να προσδιορίζει με σαφήνεια ποιος (ο αγοραστής ή ο πωλητής) είναι υπεύθυνος για την διακίνηση εμπορευμάτων από τον αποστολέα έως τον παραλήπτη, τον τόπο παραλαβής και τον τόπο παράδοσης, καθώς επίσης και ποιος οφείλει να καταβάλει τις δαπάνες που θα προκύψουν σε κάθε στάδιο της μεταφοράς.Γίνονται ευρέως αποδεκτοί από κυβερνήσεις, τελωνειακές και δικαστικές αρχές αλλά και από τους συναλλασσόμενους, καθώς εφαρμόζονται τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Στόχος της θέσπισής τους είναι να ερμηνεύονται κατά τον ίδιο τρόπο από όλους, περιορίζοντας τις παρερμηνείες από χώρα σε χώρα. Ακόμη, περιορίζουν σημαντικά την ανάγκη σύνταξης ειδικής συμφωνίας για κάθε συναλλαγή. Η επιλογή του κατάλληλου Incoterm για κάθε αγοραπωλησία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή.Την πρώτη θεσπιση των Incoterms- που πραγματοποιήθηκε το 1936- έχουν ακολουθήσει οκτώ νέες εκδόσεις, και από την 1 Ιανουαρίου 2011 εφαρμόζονται οι Incoterms 2010. Ο όρος Incoterm είναι κατοχυρωμένος από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο.
Στα συμβόλαια εμφανίζονται με τη μορφή τριών χαρακτήρων που ακολουθούνται από τον τόπο που συμφωνείται με βάση το συμβόλαιο (π.χ. CIF PIRAEUS). Οι όροι ομαδοποιούνται σε δύο βασικές κατηγορίες με βάση το μέσο μεταφοράς:
Ο πωλητής έχει το προϊόν έτοιμο (συσκευασμένο προς μεταφορά) έξω από τις εγκαταστάσεις του τη συμφωνημένη ημερομηνία. Τα προϊόντα παραλαμβάνονται από εκεί από τον αγοραστή, ο οποίος είναι αποκλειστικός υπεύθυνος για οποιοδήποτε ρίσκο περιλαμβάνεται στη μεταφορά του εμπορεύματος από το σημείο αναχώρησης μέχρι τον τόπο προορισμού (κίνδυνος φθοράς/ απώλειας), όπως επίσης και για τα σχετικά έξοδα μεταφοράς, τους φόρους και τους δασμούς.
Ο πωλητής παραδίδει τα εμπορεύματα στον μεταφορέα που του υποδεικνύει ο αγοραστής σε ένα προσυμφωνημένο μέρος. Ο αγοραστής από τη στιγμή της παράδοσης στον μεταφορέα αναλαμβάνει την κυριότητα του φορτίου και τον κίνδυνο μεταφοράς, καθώς θα είναι αποκλειστικός υπεύθυνος για τη μεταφορά τους στον τελικό προορισμό.Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως σε φορτία που μεταφέρονται με συνδυασμένη μεταφορά (multimodal transport).
Ο πωλητής παραδίδει το εμπόρευμα σε μεταφορική εταιρεία ή σε άλλο μέλος, επιλεγμένο από τον ίδιο σε κάποιο μέρος (προαιρετική η συμφωνία με τον αγοραστή για την ενδιάμεση αυτή τοποθεσία). Ο πωλητής βάσει του συμβολαίου αναλαμβάνει όλα τα έξοδα μεταφοράς μέχρι τον κατονομαζόμενο τόπο προορισμού. Η ευθύνη κινδύνων και η πιθανή ασφάλιση του εμπορεύματος βαρύνει τον αγοραστή από τη στιγμή που το εμπόρευμα παραδοθεί στον πρώτο μεταφορέα.Κατά τη διαδικασία συμφωνίας, θα πρέπει να γίνει ειδική αναφορά στα έξοδα εκφόρτωσης, καθώς μπορεί να συμφωνηθεί εξ αρχής να καλύπτονται από τον πωλητή και να συμπεριλαμβάνονται στα γενικά έξοδα μεταφοράς.Πρόκειται για το αντίστοιχο CFR, ο CPT όμως χρησιμοποιείται για μεταφορές με άλλα μέσα εκτός του πλοίου ή με συνδυασμένη μεταφορά. Εάν ο αγοραστής απαιτεί περαιτέρω εξασφάλιση, τότε προτιμάται ο όρος CIP.
Ο πωλητής καλύπτει τα έξοδα μεταφοράς και επιπλέον τα έξοδα ασφάλισης για την περίπτωση απώλειας ή ζημίας του εμπορεύματος μέχρι την παράδοση στον προσδιορισμένο προορισμό. Η ευθύνη και ο κίνδυνος για τα προϊόντα μεταφέρεται στον αγοραστή τη στιγμή που ο πωλητής τα θέσει στη διάθεση του πρώτου μεταφορέα, τον οποίο ο ίδιος ορίζει. Εάν ο αγοραστής επιθυμεί ευρύτερη ασφαλιστική κάλυψη από αυτή που του παρέχει ο πωλητής, τότε αναλαμβάνει ο ίδιος την επιπλέον αυτή δαπάνη.Ο πωλητής εκτελωνίζει το προϊόν για εξαγωγή και οφείλει να παραδώσει στον αγοραστή όλες τις φορτωτικές, ώστε να μπορέσει να κάνει τη διαδικασία εισαγωγής και μεταφοράς από πλευράς του στη συνέχεια.Πρόκειται για το ισοδύναμο CIF, ο CIP όμως αφορά όλες τις υπόλοιπες μεταφορές εκτός της θαλάσσιας μεταφοράς.
Ο πωλητής αναλαμβάνει τη μεταφορά σε συγκεκριμένο προορισμό, συμπεριλαμβανομένου κάθε κόστους και κινδύνου μέχρι το εμπόρευμα να είναι έτοιμο να ξεφορτωθεί από τον αγοραστή στον τόπο προορισμού. Ο αγοραστής καλύπτει το κόστος εισαγωγής των εμπορευμάτων.
Ο πωλητής αναλαμβάνει τη μεταφορά σε συγκεκριμένο τερματικό σε προσυμφωνημένο προορισμό. Ο πωλητής έχει την κυριότητα και αναλαμβάνει όλο τον κίνδυνο που συμπεριλαμβάνεται μέχρι και την εκφόρτωση στο τερματικό. Ο αγοραστής είναι υπεύθυνος για το κόστος εισαγωγής των προϊόντων, όμως η ευθύνη μεταβιβάζεται στον αγοραστή αφότου το εμπόρευμα εκφορτωθεί στο τερματικό από το μέσο μεταφοράς.Ως "τερματικό" ορίζεται μια τοποθεσία- είτε καλυμμένη ή όχι, όπως μια αποβάθρα, μια αποθήκη, ένας δρόμος, ένας εμπορευματικός αεροσταθμός.
Ο πωλητής είναι υπεύθυνος για την παράδοση από την έδρα του μέχρι τον τελικό προορισμό (έδρα αγοραστή) και επιβαρύνεται οποιοδήποτε κόστος, ακόμα και το κόστος εκτελωνισμού εισαγωγής. Η μεταβίβαση της κυριότητας και του κινδύνου γίνεται κατά την παράδοση στον αγοραστή.Ο αγοραστής οφείλει να ειδοποιήσει και να βοηθήσει τον πωλητή παρέχοντάς του οποιαδήποτε πληροφορία χρειαστεί σχετική με την ασφάλεια του εμπορεύματος, προκειμένου να μην υπάρξει πρόβλημα στην εξαγωγή, εισαγωγή και προώθηση του εμπορεύματος στον τελικό προορισμό.Ο όρος DDP είναι ακριβώς αντίθετος του EXW.
Ο πωλητής παραδίδει το εμπόρευμα παραπλεύρως του πλοίου που έχει ορίσει ο αγοραστής στο καθορισμένο λιμάνι φόρτωσης. Ο πωλητής είναι υπεύθυνος για την ετοιμασία του εμπορεύματος προς διακίνηση και τον εκτελωνισμό του, ενώ ο αγοραστής είναι υπεύθυνος στη συνέχεια για το ρίσκο και τα κόστη που αφορούν την φορτωση του στο πλοίο. Συνήθως αυτός ο όρος χρησιμοποιείται στη μεταφορά βαρέως εμπορεύματος ή μεγάλου μεγέθους (π.χ. σκάφη), όχι όμως για εμπορεύματα που μεταφέρονται σε containers με συνδυασμένη μεταφορά (σε αυτή την περίπτωση προτιμάται ο FCA).
Ο πωλητής ετοιμάζει τα προϊόντα για τη μεταφορά και είναι υπεύθυνος για την φόρτωση πάνω στο πλοίο που έχει ορίσει ο αγοραστής στο καθορισμένο λιμάνι φόρτωσης. Ο κίνδυνος απώλειας ή ζημίας των προϊόντων μεταφέρεται στον αγοραστή τη στιγμή που τα προϊόντα φορτωθούν στο πλοίο και ο αγοραστής είναι υπεύθυνος για οποιοδήποτε κόστος προκύψει από εκείνη τη στιγμή και έπειτα.Σε περίπτωση που δε συμφωνούν τα δυο μέρη για την παράδοση πάνω στο πλοίο προτιμάται ο FAS, ενώ εάν η μεταφορά περιλαμβάνει και άλλα μέσα μεταφοράς ο FOB δεν καλύπτει τη συμφωνία και τότε προτιμάται ο FCA.
Ο πωλητής παραδίδει το εμπόρευμα πάνω στο πλοίο και υποχρεούται να πληρώσει το κόστος και το ναύλο για τη μεταφορά των προϊόντων στο λιμάνι προορισμού. Ο κίνδυνος απώλειας ή ζημίας μεταφέρεται στον αγοραστή τη στιγμή που το εμπόρευμα θα περάσει το στηθαίο του πλοίου Ο αγοραστής είναι υπεύθυνος και για οποιοδήποτε πρόσθετο έξοδο που ενδέχεται να ανακύψει μετά την φόρτωση και την αποστολή των εμπορευμάτων.Επιπλέον, ο πωλητής οφείλει να παρέχει στον αγοραστή όλα τα συνοδευτικά έγγραφα και τις φορτωτικές- που έχουν συνταχθεί με βάση την συμφωνία πώλησης- για τη διευκόλυνσή του για την εκφόρτωση, τον εκτελωνισμό και την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταφοράς μέχρι τις δικές του εγκαταστάσεις.Σε περίπτωση που δε συμφωνούν τα δυο μέρη, τότε προτιμάται χρήση του όρου CPT.
Ο πωλητής υποχρεούται όπως στον CFR να καλύψει όλα τα κόστη μεταφοράς του εμπορεύματος έως το λιμάνι προορισμού, όμως επιπλέον υποχρεούται να πληρώσει για τη θαλάσσια ασφάλιση του εμπορεύματος (ο ίδιος μπορεί να επιλέξει την ελάχιστη ασφάλιση). Ο κίνδυνος μεταφοράς μεταφέρεται στον αγοραστή μετά την φόρτωση του εμπορεύματος στο πλοίο και εάν επιθυμεί επιπλέον ασφάλιση, τότε καλύπτει ο ίδιος την επιπλέον αυτή δαπάνη. Ο πωλητής οφείλει να αποστείλει στον αγοραστή όλες τις φορτωτικές, ώστε να μπορεί να ολοκληρώσει τον εκτελωνισμό, την εισαγωγή και την παραλαβή του εμπορεύματος στις εγκαταστάσεις του.Εάν και τα δυο μέρη δε συμφωνούν ότι η παράδοση γίνεται τη στιγμή που το προϊόν περάσει το στηθαίο του πλοίου, τότε γίνεται χρήση του CIP.
Οι όροι Incoterms 2010 συνθέτουν το όγδοο σετ προκαθορισμένων όρων συμβολαίων διεθνούς εμπορίου, που δημοσιεύθηκε από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο. Οι τροποποιήσεις που επήλθαν οφείλονται στη ραγδαία ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, στις τάσεις και νέες πρακτικές που συνθέτουν τις σύγχρονες μεταφορές και κυρίως στην ανάγκη αύξησης της ασφάλειας της μεταφοράς των φορτίων.Οι τελευταίες τροποποιήσεις που εφαρμόζονται από την 1 Ιανουαρίου 2011 αφορούν κυρίως την κατάργηση τεσσάρων εμπορικών όρων : DEQ, DES, DAF και DDU – και την εισαγωγή δύο νέων εμπορικών όρων «D», DAT (Παραδοτέο στο τερματικό) και DAP (Παραδοτέο στον τόπο προορισμού).Επίσης, άλλαξε η βασική κατηγοριοποίηση και απλοποιήθηκε, καθώς στην προηγούμενη έκδοση οι όροι μοιράζονταν σε 4 κατηγορίες, ενώ οι 11 προκαθορισμένοι όροι του Incoterms 2010 χωρίζονται σε 2 βασικές ενότητες με βάση τη μέθοδο μεταφοράς. Η μεγαλύτερη ομάδα- των επτά όρων- μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανεξαρτήτου τύπου μεταφοράς (ακόμα και σε συνδυασμένη μεταφορά), ενώ η μικρότερη ομάδα- τέσσερις όροι- εφαρμόζεται αποκλειστικά σε θαλάσσιες ή πλωτές μεταφορές.
Πριν την εφαρμογή του Incoterms 2010 ίσχυαν 13 κανονισμοί, από τους οποίους οι 4 αντικαταστάθηκαν από τους DAP και DAT ως εξής: